- βαθυσέβαστος
- ος , ον глубокоуважаемый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθυσέβαστος — η, ο πολυσέβαστος, άξιος μεγάλου σεβασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + σεβαστός (πρβλ. αξιοσέβαστος, θεοσέβαστος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] … Dictionary of Greek